To κλειδί της συνείδησης θα μπoρoύσε να βρίσκεται στις κβαντικού τύπου δράσεις πoυ συμβαίνουν στον εγκέφαλο..



Σύμφωνα με τον Ευστράτιο Μανουσάκη, καθηγητή φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα (Tallahassee), το κλειδί της συνείδησης θα μπορούσε να βρίσκεται στις κβαντικού τύπου δράσεις που συμβαίνουν στον εγκέφαλο, όταν κάποιος βλέπει διφορούμενες παραστάσεις, όπως τη σιλουέτα (χορεύτρια) που στριφογυρίζει συγχρόνως προς δύο κατευθύνσεις, το βάζο του Rubin ή τον κύβο του Necker. Αυτές οι οπτικές πλάνες είναι διφορούμενες γιατί σε κάθε στιγμή μπορούν να γίνουν αντιληπτές με τον έναν από δύο εναλλακτικούς τρόπους, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές και με τους δύο τρόπους ταυτόχρονα. Η παράσταση μοιάζει σα να αναστρέφεται όταν η αντίληψή μας αλλάζει από τη μία εναλλακτική ερμηνεία της εικόνας στην άλλη.



Το βάζο του Rubin, ο κύβος του Necker και η στριφογυριστή χορεύτρια
Το βάζο του Rubin (γνωστό και ως 'πρόσωπο του Rubin') είναι μία διάσημη οπτική πλάνη που επινοήθηκε περίπου το 1915 από τον δανό ψυχολόγο Edgar Rubin. Όταν δύο σχέδια έχουν κοινό σύνορο και το ένα είναι αντιληπτό ως μορφή ενώ το άλλο ως φόντο, η αντίληψή μας καλείται να επιλέξει μεταξύ δύο εναλλακτικών ερμηνειών. Θα δει το ένα σχήμα ως μορφή και το άλλο ως φόντο, ποτέ όμως και τα δύο ταυτόχρονα ως μορφές. Οι εικόνες του Rubin εκ των οποίων η αναφερόμενη του βάζου είναι και η πιο διάσημη, έδωσαν αφορμή στους ψυχολόγους της μορφής (Gestalt) στο να επινοήσουν και άλλες παρόμοιες εικόνες.


Ο κύβος του Necker επινοήθηκε το 1832 από τον σουηδό κρυσταλλογράφο Louis Albert Necker και αποτελεί ένα διφορούμενο γραμμικό σχέδιο που απεικονίζει έναν κύβο σε ισομετρική προοπτική, δηλαδή οι παράλληλες γραμμές ενός κύβου απεικονίζονται ως παράλληλες γραμμές στην παραγόμενη εικόνα. Όταν δύο γραμμές διασταυρώνονται το σχέδιο δεν δίνει κάποιο στοιχείο σχετικά με το ποια είναι μπροστά και ποια είναι πίσω. Αυτό είναι που κάνει την εικόνα διφορούμενη, γιατί μπορεί να ερμηνευτεί με δύο εναλλακτικούς τρόπους. Όταν κάποιος κοιτάζει το σχέδιο, έχει την εντύπωση είτε πως ο κύβος είναι στραμμένος προς τη μία πλευρά και κάτω, είτε προς την άλλη πλευρά και πάνω. Η επίδραση αυτή στην αντίληψη είναι ενδιαφέρουσα, γιατί κάθε τμήμα της εικόνας είναι από μόνο του διφορούμενο, αλλά το ανθρώπινο οπτικό αντιληπτικό σύστημα επιλέγει μία ερμηνεία για κάθε τμήμα, ώστε η συνολική ερμηνεία να είναι σύμφωνη με τις επί μέρους ερμηνείες.


Η στριφογυριστή χορεύτρια είναι μία φιγούρα που η κίνησή της μπορεί να ερμηνευτεί με δύο εναλλακτικούς τρόπους: είτε θεωρώντας ότι γυρίζει με τη φορά των δεικτών του ρολογιού, είτε αντίστροφα. Οπτικές πλάνες σαν αυτή της χορεύτριας είναι πολύ χρήσιμες για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτά που βλέπουμε. Το οπτικό μας σύστημα προκειμένου να ερμηνεύσει μια παράσταση, δεν ανασυνθέτει τα οπτικά ερεθίσματα ως ακριβές αντίγραφο αυτού που βλέπουμε, αλλά κάνει κάποιες συγκεκριμένες υποθέσεις με τις οποίες 'γεμίζει τα αντιληπτικά του κενά' και τελικά επιλέγει από αυτές την τελική μορφή με την οποία αντιλαμβανόμαστε την παράσταση.


Στην περίπτωση της χορεύτριας υπάρχουν δύο εναλλακτικές υποθέσεις, από τις οποίες ο εγκέφαλός μας επιλέγει τη μία για να ερμηνεύσει την φορά της κίνησής της.



Η κβαντική συνείδηση


Ο Ευστράτιος Μανουσάκης βασίζει το μοντέλο του για τη συνείδηση στην υπόθεση ότι η συνειδητή ενημερότητα δημιουργείται εκ νέου κάθε φορά που αναστρέφεται η ερμηνεία μίας διφορούμενης παράστασης. Πιστεύει ότι η δυνατότητα της αναστροφής της εικόνας είναι συγγενής με την κβαντική εναπόθεση, σύμφωνα με την οποία δύο πιθανές ερμηνείες υπάρχουν ταυτοχρόνως σε μία δυναμική κατάσταση που λειτουργεί ως κβαντικό κύμα. Κάθε φορά που επιχειρείται θέαση της εικόνας το κύμα καταρρέει και η αντίληψη επιλέγει μία εκ των δύο ερμηνειών. Το τι συμβαίνει την ώρα της αναστροφής στον εγκέφαλο υποδηλώνει κάποιον συσχετισμό μεταξύ της συνείδησης και των νευρωνικών λειτουργιών, που θα μπορούσε να μας εφοδιάσει με σημαντικά στοιχεία, χρήσιμα στην έρευνα για την ανθρώπινη αντίληψη και τη συνείδηση.


Ο Μανουσάκης αντιπαρέβαλλε τα δεδομένα από μελέτες στις οποίες μετρήθηκε η εγκεφαλική δραστηριότητα των συμμετεχόντων με τη χρήση ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και εγκεφαλοαπεικονιστικών τεχνικών την ώρα που έβλεπαν διφορούμενες εικόνες. Η δραστηριότητα των νευρώνων μετρήθηκε σε τρεις περιπτώσεις: λίγο πριν αντιστρέψουν την εικόνα, την ώρα που γινόταν η αντιστροφή και ακριβώς μετά. Μέσω αυτών των στοιχείων συνάχθηκε ένα μοντέλο πυροδότησης των εγκεφαλικών νευρώνων, που πιστεύει ότι είναι χαρακτηριστικό των κβαντικών επιδράσεων που υπόκεινται της συνείδησης.


Σε αντίθεση με άλλες θεωρίες κβαντικής συνείδησης, όπως αυτή του Stuart Hameroff και του Roger Penrose, η συγκεκριμένη θέση επιδέχεται έλεγχο. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από μελέτες κατά τις οποίες οι συμμετέχοντες ήταν κάτω από την επίδραση LSD, το οποίο μειώνει τον ρυθμό της πυροδότηση των νευρώνων, ο Μανουσάκης προέβλεψε με ακρίβεια τη συχνότητα με την οποία τα υποκείμενα μπορούσαν να αναστρέψουν τις εικόνες. Αρκετοί ερευνητές που κρατούσαν μία κριτική στάση απέναντι σε προηγούμενα εγχειρήματα για τη χρήση της κβαντικής φυσικής στην ερμηνεία της συνείδησης, θεωρούν ότι το μοντέλο που προτείνει ο Μανουσάκης είναι εύλογο.