Για τους περισσότερους ανθρώπους, η μουσική είναι μία ευχάριστη, αν και προσωρινή, μορφή διασκέδασης. Για όσους όμως έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο σε νεαρή ηλικία, η μουσική αυτή εμπειρία μπορεί να είναι πολλά παραπάνω.
Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε πως υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της εκμάθησης ενός μουσικού οργάνου κατά την παιδική ηλικία και ορισμένων νοητικών ικανοτήτων.
Η Δρ. Laurel Trainor, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μουσικής και Διανόησης, στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ του Οντάριο, μαζί με τους συνεργάτες της, συνέκρινε παιδιά προσχολικής ηλικίας, που είχαν παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής, με παιδιά που δεν είχαν παρακολουθήσει. Όσα είχαν μουσική παιδεία, εμφάνισαν μεγαλύτερο ποσοστό εγκεφαλικών αποκρίσεων σε αριθμητικά και ηχητικά τεστ αντίληψης. Η έρευνά της έδειξε πως η μουσική παιδεία μεταβάλλει τον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου.
Μπορεί η μουσική παιδεία να επηρεάσει άραγε σε μεγαλύτερο βαθμό τον εγκέφαλο;
Μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή την αντίληψη γενικότερα;
Και πάλι η Trainor ισχυρίζεται πως «ναι». Ακόμα και ένα με δύο χρόνια μουσικής μπορούν να βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό τη μνήμη και την προσοχή, όπως έδειξαν κάποια τεστ, που κατέγραψαν την ηλεκτρική και μαγνητική διέγερση του εγκεφάλου. «Υποθέτουμε πως η μουσική παιδεία (και όχι απαραίτητα η παθητική ακρόαση της μουσικής) επηρεάζει την προσοχή και τη μνήμη, θέτοντας σε λειτουργία έναν μηχανισμό με τον οποίο η μουσική παιδεία μπορεί να βελτιώσει την εκμάθηση,» αναφέρει η Trainor.
Η Trainor υποστηρίζει πως ο λόγος που γίνεται αυτό είναι επειδή οι κινητικές και ακουστικές ικανότητες, που απαιτούνται για να παίξει κάποιος ένα μουσικό όργανο σε ένα κονσέρτο μαζί με άλλα άτομα, φαίνεται να σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με την προσοχή, τη μνήμη και την ικανότητα να αναστέλλονται άλλες ενέργειες. Το απλό παθητικό άκουσμα της μουσικής του Μότσαρτ, για παράδειγμα -ή οποιουδήποτε άλλου συνθέτη- δεν έχει την ίδια επίδραση στην προσοχή και τη μνήμη.
Ο ερευνητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Gottfried Schlaug, μελέτησε επίσης τις νοητικές επιδράσεις της μουσικής παιδείας. Ο Schlaug και οι συνεργάτες του βρήκαν πως υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της μουσικής παιδείας σε πρώιμη ηλικία και των ανεπτυγμένων κινητικών και ακουστικών ικανοτήτων, καθώς και της βελτίωσης στη λεκτική ικανότητα και μη λεκτική σκέψη.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν, επίσης, πως διαφορετικά όργανα φαίνεται να προκαλούν διαφορετικές μεταβολές στον εγκέφαλο. Οι αλλαγές στον εγκέφαλο των τραγουδιστών συντελούνται σε ελαφρώς διαφορετικά τμήματα από εκείνα στον εγκέφαλο των οργανοπαικτών πλήκτρων και εγχόρδων.
Ο συσχετισμός μεταξύ της μουσικής παιδείας και της ανάπτυξης της γλώσσας είναι ακόμα πιο έντονος στα δυσλεκτικά παιδιά.
«Τα ευρήματα δείχνουν πως η μουσική παρέμβαση, που ενδυναμώνει τις βασικές ακουστικές ικανότητες της μουσικής αντίληψης στα παιδιά με δυσλεξία μπορεί επίσης να θεραπεύει και κάποιες από τις γλωσσικές δυσκολίες,» δήλωσε ο Schlaug.
Ο ίδιος αναφέρει ακόμα πως τα άτομα με ακουστικά προβλήματα συχνά εμφανίζουν μειωμένη ή παντελή έλλειψη τοξοειδούς δέσμης, ένα ινώδες σύστημα που συνδέει τους μετωπιαίους με τους κροταφικούς λοβούς στον εγκέφαλο. Η μειωμένη ή κατεστραμμένη τοξοειδής δέσμη έχει συνδεθεί με διάφορα επίκτητα γλωσσικά προβλήματα στα παιδιά, όπως η αφασία και η δυσλεξία.
Ακόμα περισσότερα στοιχεία, που αποδεικνύουν πως η μουσική παρέμβαση ενδυναμώνει τις αποκρίσεις του ακουστικού φλοιού, ήρθαν στο φως με μία μελέτη, που διεξήγαγε ο Antoine Shahin, από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Ο Shahin πιστεύει πως η μουσική παιδεία δίνει στο άτομο την ακουστική δεκτικότητα ενός παιδιού ηλικίας 2-3 ετών. Μιλώντας για το αν η μουσική επηρεάζει τον εγκέφαλο, ο ίδιος υποστήριξε πως οι μελέτες δεν αποδεικνύουν απαραίτητα πως η μουσική παιδεία οδηγεί σε ανεπτυγμένη ευφυΐα ή δημιουργικότητα.
Ο Shahin υποστήριξε πως όταν ένα άτομο ακούει συνέχεια ήχους, ειδικά ήχους με αρμονία και νόημα, όπως η μουσική και ο λόγος, ενδυναμώνονται οι κατάλληλοι νευρώνες ώστε να αποκρίνονται κατά προτίμηση σε αυτούς τους ήχους αντί για άλλους. Η νευρολογική αυτή συμπεριφορά ερευνήθηκε σε μία μελέτη, που εξέτασε τον βαθμό απόκρισης του ακουστικού φλοιού στη μουσική και τους μη οικείους ήχους όσο ένα παιδί μεγαλώνει.
Τα βασικά ευρήματα του Shahin είναι πως οι αλλαγές, που προκαλούνταν με το άκουσμα μουσικών ήχων, αυξάνονταν με την ηλικία, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε μεταξύ των 10 και 13 ετών. Φαίνεται πως αυτή είναι η πιο ευαίσθητη περίοδος για τη γλώσσα και τη μουσική.
Ο Glenn Schellenberg από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο ερεύνησε εάν η μουσική ικανότητα μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο εξυπνότερο. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις, που έχουν να κάνουν με παιδιά, είναι πάντα δύσκολες λόγω της επιρροής και άλλων παραγόντων, όπως η οικονομική κατάσταση των γονέων και η μόρφωση. Εντούτοις, ο ίδιος βρήκε πως η παθητική ακρόαση μουσικής φαίνεται να βελτιώνει την απόδοση σε κάποια γνωστικά τεστ, τουλάχιστον για μικρό χρονικό διάστημα. Τα κανονικά μαθήματα, όμως, μουσικής στα παιδιά φαίνεται πως συμβάλλουν στη μεγαλύτερης διάρκειας γνωστική επιτυχία.
Τέλος, ο Schellenberg πρόσθεσε πως είναι ακόμα πιο δύσκολο να εντοπίσει κάποιος τις επιδράσεις της μουσικής παιδείας στην αντίληψη των ενηλίκων.
Πηγή: pathfinder.gr
Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε πως υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της εκμάθησης ενός μουσικού οργάνου κατά την παιδική ηλικία και ορισμένων νοητικών ικανοτήτων.
Η Δρ. Laurel Trainor, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μουσικής και Διανόησης, στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ του Οντάριο, μαζί με τους συνεργάτες της, συνέκρινε παιδιά προσχολικής ηλικίας, που είχαν παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής, με παιδιά που δεν είχαν παρακολουθήσει. Όσα είχαν μουσική παιδεία, εμφάνισαν μεγαλύτερο ποσοστό εγκεφαλικών αποκρίσεων σε αριθμητικά και ηχητικά τεστ αντίληψης. Η έρευνά της έδειξε πως η μουσική παιδεία μεταβάλλει τον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου.
Μπορεί η μουσική παιδεία να επηρεάσει άραγε σε μεγαλύτερο βαθμό τον εγκέφαλο;
Μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή την αντίληψη γενικότερα;
Και πάλι η Trainor ισχυρίζεται πως «ναι». Ακόμα και ένα με δύο χρόνια μουσικής μπορούν να βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό τη μνήμη και την προσοχή, όπως έδειξαν κάποια τεστ, που κατέγραψαν την ηλεκτρική και μαγνητική διέγερση του εγκεφάλου. «Υποθέτουμε πως η μουσική παιδεία (και όχι απαραίτητα η παθητική ακρόαση της μουσικής) επηρεάζει την προσοχή και τη μνήμη, θέτοντας σε λειτουργία έναν μηχανισμό με τον οποίο η μουσική παιδεία μπορεί να βελτιώσει την εκμάθηση,» αναφέρει η Trainor.
Η Trainor υποστηρίζει πως ο λόγος που γίνεται αυτό είναι επειδή οι κινητικές και ακουστικές ικανότητες, που απαιτούνται για να παίξει κάποιος ένα μουσικό όργανο σε ένα κονσέρτο μαζί με άλλα άτομα, φαίνεται να σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με την προσοχή, τη μνήμη και την ικανότητα να αναστέλλονται άλλες ενέργειες. Το απλό παθητικό άκουσμα της μουσικής του Μότσαρτ, για παράδειγμα -ή οποιουδήποτε άλλου συνθέτη- δεν έχει την ίδια επίδραση στην προσοχή και τη μνήμη.
Ο ερευνητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Gottfried Schlaug, μελέτησε επίσης τις νοητικές επιδράσεις της μουσικής παιδείας. Ο Schlaug και οι συνεργάτες του βρήκαν πως υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της μουσικής παιδείας σε πρώιμη ηλικία και των ανεπτυγμένων κινητικών και ακουστικών ικανοτήτων, καθώς και της βελτίωσης στη λεκτική ικανότητα και μη λεκτική σκέψη.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν, επίσης, πως διαφορετικά όργανα φαίνεται να προκαλούν διαφορετικές μεταβολές στον εγκέφαλο. Οι αλλαγές στον εγκέφαλο των τραγουδιστών συντελούνται σε ελαφρώς διαφορετικά τμήματα από εκείνα στον εγκέφαλο των οργανοπαικτών πλήκτρων και εγχόρδων.
Ο συσχετισμός μεταξύ της μουσικής παιδείας και της ανάπτυξης της γλώσσας είναι ακόμα πιο έντονος στα δυσλεκτικά παιδιά.
«Τα ευρήματα δείχνουν πως η μουσική παρέμβαση, που ενδυναμώνει τις βασικές ακουστικές ικανότητες της μουσικής αντίληψης στα παιδιά με δυσλεξία μπορεί επίσης να θεραπεύει και κάποιες από τις γλωσσικές δυσκολίες,» δήλωσε ο Schlaug.
Ο ίδιος αναφέρει ακόμα πως τα άτομα με ακουστικά προβλήματα συχνά εμφανίζουν μειωμένη ή παντελή έλλειψη τοξοειδούς δέσμης, ένα ινώδες σύστημα που συνδέει τους μετωπιαίους με τους κροταφικούς λοβούς στον εγκέφαλο. Η μειωμένη ή κατεστραμμένη τοξοειδής δέσμη έχει συνδεθεί με διάφορα επίκτητα γλωσσικά προβλήματα στα παιδιά, όπως η αφασία και η δυσλεξία.
Ακόμα περισσότερα στοιχεία, που αποδεικνύουν πως η μουσική παρέμβαση ενδυναμώνει τις αποκρίσεις του ακουστικού φλοιού, ήρθαν στο φως με μία μελέτη, που διεξήγαγε ο Antoine Shahin, από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Ο Shahin πιστεύει πως η μουσική παιδεία δίνει στο άτομο την ακουστική δεκτικότητα ενός παιδιού ηλικίας 2-3 ετών. Μιλώντας για το αν η μουσική επηρεάζει τον εγκέφαλο, ο ίδιος υποστήριξε πως οι μελέτες δεν αποδεικνύουν απαραίτητα πως η μουσική παιδεία οδηγεί σε ανεπτυγμένη ευφυΐα ή δημιουργικότητα.
Ο Shahin υποστήριξε πως όταν ένα άτομο ακούει συνέχεια ήχους, ειδικά ήχους με αρμονία και νόημα, όπως η μουσική και ο λόγος, ενδυναμώνονται οι κατάλληλοι νευρώνες ώστε να αποκρίνονται κατά προτίμηση σε αυτούς τους ήχους αντί για άλλους. Η νευρολογική αυτή συμπεριφορά ερευνήθηκε σε μία μελέτη, που εξέτασε τον βαθμό απόκρισης του ακουστικού φλοιού στη μουσική και τους μη οικείους ήχους όσο ένα παιδί μεγαλώνει.
Τα βασικά ευρήματα του Shahin είναι πως οι αλλαγές, που προκαλούνταν με το άκουσμα μουσικών ήχων, αυξάνονταν με την ηλικία, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε μεταξύ των 10 και 13 ετών. Φαίνεται πως αυτή είναι η πιο ευαίσθητη περίοδος για τη γλώσσα και τη μουσική.
Ο Glenn Schellenberg από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο ερεύνησε εάν η μουσική ικανότητα μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο εξυπνότερο. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις, που έχουν να κάνουν με παιδιά, είναι πάντα δύσκολες λόγω της επιρροής και άλλων παραγόντων, όπως η οικονομική κατάσταση των γονέων και η μόρφωση. Εντούτοις, ο ίδιος βρήκε πως η παθητική ακρόαση μουσικής φαίνεται να βελτιώνει την απόδοση σε κάποια γνωστικά τεστ, τουλάχιστον για μικρό χρονικό διάστημα. Τα κανονικά μαθήματα, όμως, μουσικής στα παιδιά φαίνεται πως συμβάλλουν στη μεγαλύτερης διάρκειας γνωστική επιτυχία.
Τέλος, ο Schellenberg πρόσθεσε πως είναι ακόμα πιο δύσκολο να εντοπίσει κάποιος τις επιδράσεις της μουσικής παιδείας στην αντίληψη των ενηλίκων.
Πηγή: pathfinder.gr