Λίγες γυναίκες και άνδρες γνωρίζουν το όνομά της ως ιατρικό όρο, αλλά αρκετοί, κυρίως γυναίκες, την έχουν νιώσει.
Ο λόγος για την επώδυνη ερωτική επαφή, την δυσπαρευνία, την οποία – σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Σεξουαλικής Υγείας της Γυναίκας – βιώνουν σχεδόν πάντα ή περιστασιακά η μία σχεδόν στις δύο γυναίκες.
Η δυσπαρευνία μπορεί να εκδηλωθεί πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την ερωτική επαφή. Δεν αποτελεί νόσο, αλλά σύμπτωμα πολλών και ποικίλων διαταραχών, άλλες εκ των οποίων είναι οργανικές, άλλες ψυχολογικές και άλλες συνδυασμός των δύο. Ευτυχώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα αίτιά της μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Η δυσπαρευνία μειώνει ή στερεί την ηδονή της γυναίκας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, εμποδίζει την κορύφωσή της και μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση του σεξ, ψυχρότητα και σεξουαλική απομόνωση, καθώς «κλειδώνει» ψυχικά την ασθενή και δεν της επιτρέπει να εκφραστεί.
Η δυσπαρευνία μπορεί να παρουσιαστεί από την έναρξη κιόλας της σεξουαλικής ζωής ή έπειτα από μία περίοδο φυσιολογικής ερωτικής ζωής. Μπορεί να είναι γενική – ανεξάρτητη, δηλαδή, από ερωτικό σύντροφο ή κατάσταση - ή περιστασιακή.
Αν και η συχνότητά της είναι δύσκολο να υπολογισθεί με ακρίβεια, η μελέτη του Ινστιτούτου Σεξουαλικής Υγείας της Γυναίκας έδειξε πως το 1,1% των γυναικών την βιώνουν σχεδόν πάντα, το 23,8% μερικές φορές, το 23,2% μία ή δύο φορές το εξάμηνο και οι υπόλοιπες (51,9%) ποτέ.
Τα οργανικά αίτια
Τα οργανικά αίτια της δυσπαρευνίας είναι πολλά και ποικίλα. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται τα εξής:
• Ορμονικές διαταραχές που μπορεί να οφείλονται σε ανεπάρκεια των γυναικείων ορμονών που εκδηλώνεται είτε σε νεαρή ηλικία εξαιτίας παρατεταμένης αμμηνόρροιας (απουσία περιόδου), είτε σε μεγαλύτερη ηλικία λόγω εμμηνόπαυσης. Το επακόλουθο της ορμονικής ανεπάρκειας είναι η ξηρότητα του κόλπου που καθιστά επώδυνη την ερωτική επαφή.
• Μυϊκές διαταραχές που σχετίζονται με τον κολεόσπασμο που μπορεί να εμφανιστεί από τις πρώτες σεξουαλικές επαφές ή ως συνέπεια επανειλημμένων φλεγμονών. Πρόκειται για τον ακούσιο σπασμό των μυών γύρω από τον κόλπο, που τον «κλείνει», εμποδίζοντας την ομαλή είσοδο του πέους.
• Φλεγμονώδεις διαταραχές που μπορεί να εκδηλωθούν στον κόλπο (κολπίτιδα), στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και αλλού, και προκαλούν δυσπαρευνία ιδίως όταν είναι επαναλαμβανόμενες.
• Μετεγχειρητικές διαταραχές οι οποίες πηγάζουν από χειρουργικές επεμβάσεις, όπως η συρραφή της εισόδου του κόλπου για να κλείσει η τομή που γίνεται για να διευκολυνθεί ο φυσιολογικός τοκετός, οι επεμβάσεις για αφαίρεση κονδυλωμάτων ή η κολποπλαστική. Αυτού του είδους οι επεμβάσεις μπορεί να προκαλέσουν σε ποσοστό 15% έως 40% των περιπτώσεων (εξαρτάται από την επέμβαση) πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, ο οποίος υποχωρεί έπειτα από αρκετό καιρό.
• Γαστρεντερικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η χρονία δυσκοιλιότητα, η εκκολπωματική νόσος, οι αιμορροϊδες, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και η φλεγμονή στον πρωκτό (πρωκτίτιδα).
• Ουρολογικές διαταραχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η οξεία ή χρονία φλεγμονή της ουροδόχου κύστεως (κυστίτιδα), αλλά και της ουρήθρας (ουρηθρίτιδα).
• Τραυματικές διαταραχές που μπορεί να οφείλονται σε πτώση κατά την οποία τραυματίσθηκε ο κόκκυγας ή το ιερό οστούν – κάτι που μπορεί να συνέβη και χρόνια νωρίτερα. Τέτοιου είδους τραύματα μπορεί να προκαλέσουν δευτερογενώς θλάση στους μύες και τραύμα στα νεύρα του κόλπου, που όμως δεν έγιναν αμέσως αντιληπτά.
• Ανοσοποιητικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το σύνδρομο Sjogren - μία ασθένεια που πλήττει τους ενδοκρινείς αδένες και προκαλεί ξηρότητα των βλεννογόνων μεμβρανών του σώματος στις οποίες ανήκει και ο κόλπος. Το πρώτο σύμπτωμα της ασθένειας είναι συχνά η δυσπαρευνία.
• Ανεπαρκής ύγρανση του κόλπου, που μπορεί να οφείλεται σε κακοποίηση (παλαιά ή νυν), ελλιπή ερωτική διέγερση και λήψη ορισμένων φαρμάκων.
• Άλλα προβλήματα, όπως οξείες ή χρόνιες φλεγμονές του τραχήλου της μήτρας, ενδομητρίωση, φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, συγγενείς ανωμαλίες όπως η στένωση του υμένα και η αγενεσία του κόλπου, η ύπαρξη λειομυώματος στη μήτρα ή μάζας στην ωοθήκη.
Τα ψυχολογικά αίτια
Τα ψυχολογικά αίτια της δυσπαρευνίας συνήθως διερευνώνται όταν αποκλεισθούν οι πιθανές οργανικές αιτίες. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται ο φόβος, η αγωνία και η υπερένταση που μπορεί να εμποδίζουν την φυσιολογική ύγρανση του κόλπου καθιστώντας επώδυνη την διείσδυση του πέους, αλλά και ψυχικές διαταραχές όπως η αγχώδης διαταραχή και η κατάθλιψη.
Όταν την δυσπαρευνία δημιουργεί κάποιο ψυχολογικό αίτιο, πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες του για να μπορέσει να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ρίζες αυτές είναι βαθιές και ανάγονται στην παιδική ηλικία της γυναίκας.
Η αυστηρή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και τα διάφορα ταμπού και ενοχές γύρω από το σεξ δεν δημιουργούν το κατάλληλο πεδίο ελευθερίας και άνεσης που προϋποθέτει μία καλή σεξουαλική επαφή.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να ισχύει υποσυνείδητα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, ακόμη και σε γυναίκες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου οι οποίες έχουν καταξιωθεί κοινωνικά και θεωρούν τον εαυτό τους χειραφετημένο.
Ο πόνος μπορεί επίσης να εμφανιστεί όταν υπάρχει φόβος απέναντι στην ερωτική ευχαρίστηση, που υποσυνείδητα οδηγεί στην αποφυγή της. Μπορεί επίσης στην ερωτική επαφή υποσυνείδητα να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η σχέση και ο πόνος να γίνεται το μέσον για την απόδραση από μία ανεπιθύμητη συνεύρεση.
Ο ψυχολογικός παράγοντας φαίνεται να υπερτερεί στις νεώτερες γυναίκες και να σχετίζεται με τον φόβο του σεξ ακόμη και όταν υπάρχει ερωτική επιθυμία. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, όταν η δυσπαρευνία εμφανίζεται μετά από μία ικανοποιητική ερωτική ζωή, η διερεύνηση του ειδικού στρέφεται προς την σχέση του ζευγαριού.
Η δυσπαρευνία της εμμηνόπαυσης
Η ξηρότητα του κόλπου είναι ένα από τα δυσάρεστα συμπτώματα της κλιμακτηρίου.
Με το τέλος της γονιμότητας, γύρω στα πενήντα χρόνια της γυναίκας, επέρχονται πολλές αλλαγές στο σώμα της που μπορεί να επηρεάσουν την σεξουαλική της ζωή.
Οι ορμόνες του γυναικείου φύλου, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, που «θρέφουν» τα επιθήλια (τους ιστούς των εσωτερικών κοιλοτήτων του σώματος, όπως ο κόλπος) μειώνονται, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η ελαστικότητα και το πάχος των ιστών.
Αποτέλεσμα; Λιγότερη ύγρανση στον κόλπο και δυσκολίες διείσδυσης και τριβής του πέους σε αυτόν, που καθιστά επώδυνη την σεξουαλική επαφή.
Στην εμμηνόπαυση μπορεί να «χρεωθούν» επίσης και ψυχολογικά αίτια της δυσπαρευνίας, αφού η ορμονική ανεπάρκεια μπορεί να επιφέρει και ψυχολογικές διαταραχές, όπως οξυθυμία, κατάθλιψη και, το κυριότερο σε αυτή την περίπτωση, έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας.
Οι γυναίκες δύσκολα απευθύνονται σε έναν γιατρό για να συζητήσουν για τα προβλήματα της σεξουαλικότητάς τους. Γι’ αυτό, είναι ο γιατρός (συνήθως ο γυναικολόγος) αυτός που θα πρέπει να προσεγγίσει την ασθενή κάνοντας σχετικές ερωτήσεις, όπως «σε ανησυχεί κάτι στην ερωτική σου ζωή».
Πρόσφατη αμερικανική μελέτη έδειξε ότι τέτοιου είδους ερωτήσεις είναι αρκετές για να παρακινηθούν οι γυναίκες να μιλήσουν για το πρόβλημά τους. Πιο συγκεκριμένα, από τις 887 γυναίκες που συμμετείχαν μόνον το 3% ανέφερε αυθόρμητα ότι είχε σεξουαλικό πρόβλημα, αλλά όταν «άνοιξε» την συζήτηση ο γιατρός άλλο ένα 16% είπε πως πονάει όταν κάνει σεξ.
Από την μελέτη αυτή προέκυψε επίσης ότι πιο αποτελεσματικές είναι οι ερωτήσεις που στοχεύουν απ’ ευθείας στο πρόβλημα, όπως «νιώθεις κάποια δυσφορία όταν κάνεις σεξ» ή «πονάς όταν κάνεις σεξ».
Όταν η ασθενής αναφέρει ότι πονάει κατά την ερωτική επαφή, η προσεκτική λήψη του ιατρικού ιστορικού μπορεί να συμβάλλει στον εντοπισμό της αιτίας του πόνου. Το ιστορικό μπορεί να συμπεριλαμβάνει πλήρες χρονολόγιο της εμφάνισης του πόνου, αξιολόγηση της επίπτωσής του στην ασθενή και στην σχέση με τον σύντροφό της, και επανέλεγχο τυχόν παλαιότερων προσπαθειών αντιμετωπίσεως του πόνου.
Πολύ σημαντικό είναι επίσης να αναγνωρισθεί η ένταση, η θέση και ο χαρακτήρας του πόνου της γυναίκας. Ειδικά ο εντοπισμός της θέσης του πόνου είναι καθοριστικός, καθώς όταν ο πόνος είναι προς τα πλάγια της κάτω κοιλιακής χώρας μπορεί να αντιπροσωπεύει μία κύστη στην ωοθήκη, ενώ όταν είναι στο μέσον της μπορεί να υποδηλώνει πρόβλημα στη μήτρα.
Η διάγνωση συμπεριλαμβάνει επίσης κλινική εξέταση της γυναίκας από τον γυναικολόγο, αλλά και άλλες εξετάσεις που θα διερευνήσουν τυχόν μυοσκελετικά, γαστρεντερικά, ουρολογικά ή νευρολογικά προβλήματα.
Αναλόγως με την περίπτωση, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει υπερηχογράφημα ελάσσονος πυέλου για να ελέγξει την μήτρα και τις ωοθήκες, εξετάσεις αίματος ή ούρων, εξέταση κολπικού επιχρίσματος για αναζήτηση τυχόν μόλυνσης, ακόμα και αξονική τομογραφία ή και έλεγχο με λαπαροσκόπιο.
Η θεραπεία της δυσπαρευνίας κατευθύνεται στις υποκείμενες αιτίες της και μπορεί να είναι από κάτι απλό, όπως η χορήγηση αντιβιοτικού για τις κολπικές λοιμώξεις έως χορήγηση ορμονών ή ακόμα και χειρουργικής επέμβασης για την ενδομητρίωση.
Τη γυναίκα μπορεί επίσης να βοηθήσουν πρόσθετα μέτρα, όπως η χορήγηση ενός λιπαντικού του κόλπου ή το να κάνει ορισμένες ασκήσεις που χαλαρώνουν τους μυς της πυέλου.
Εάν έχει αποκλεισθεί η ύπαρξη οργανικού αιτίου, η γυναίκα μπορεί να χρειασθεί ψυχολογική υποστήριξη για να βγει από αυτήν την επώδυνη - σωματικά και ψυχολογικά - κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται σημαντική από τους ειδικούς τόσο η συζήτηση του προβλήματος και με τον ερωτικό σύντροφο, όσο και η από κοινού αντιμετώπισή του.
Είτε πρόκειται για οργανική δυσπαρευνία, είτε - πολύ περισσότερο - όταν είναι ψυχολογική, ο σύντροφος οφείλει να συμπαρασταθεί και να μοιραστεί το πρόβλημα και την αναζήτηση λύσης. Και αυτό διότι, όπως υπογραμμίζουν οι σεξολόγοι, παρ’ ότι η δυσπαρευνία θεωρείται από πολλά ζευγάρια ένα πρόβλημα που δύσκολα ξεπερνιέται, είναι συνήθως πολύ πιο απλό απ’ όσο νομίζουν.